τετραβόειος

τετραβόειος
τετρᾰ-βόειος, ον,
A of four bull-hides, Call.Dian.53, Q.S.6.547.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τετραβόειος — ον, Α αυτός που αποτελείται από τέσσερα δέρματα βοδιού («σάκει ἴσα τετραβοείων», Καλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + βόειος (< βοῦς), πρβλ. πολυ βόειος] …   Dictionary of Greek

  • τετραβόειον — τετραβόειος of four bull hides masc/fem acc sg τετραβόειος of four bull hides neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραβοείῳ — τετραβόειος of four bull hides masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αργιβόειος — ἀργιβόειος, η (Α) αυτή που τρέφει λευκά βόδια (επίθ. της Εύβοιας). [ΕΤΥΜΟΛ. < αργι * + βόειος < βους (πρβλ. επταβόειος, τετραβόειος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”